Αμβούργο(ν)

Αμβούργο(ν)
το г. Гамбург

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "Αμβούργο(ν)" в других словарях:

  • Αμβούργο — (Hamburg). Πόλη (1.688.300 κάτ. το 2002) της Γερμανίας, η δεύτερη μεγαλύτερη της χώρας και κυριότερη από τις χανσεατικές πόλεις. To μείζον Α. αποτελεί ομόσπονδο κράτος (länder) με έκταση 755 τ. χλμ. και το πολεοδομικό του συγκρότημα έχει… …   Dictionary of Greek

  • Αμβούργο — το πόλη και λιμάνι της Γερμανίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κελεσίδου, Αναστασία — (Αμβούργο 1972 –). Δισκοβόλος και ολυμπιονίκης. Μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη και έκανε για πρώτη φορά αισθητή την παρουσία της στους Μεσογειακούς αγώνες της Αθήνας, το 1991, όταν κατέλαβε την 9η θέση. Έκτοτε η πορεία της υπήρξε ανοδική. Το 1994 έγινε …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Names of European cities in different languages: E–H — v · d · …   Wikipedia

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

  • χάνσα — Ήδη από τον 12o αι. η λέξη χρησιμοποιόταν στη Γερμανία, τη βόρεια Γαλλία και την Αγγλία για τις εμπορικές και πολιτικές ενώσεις πόλεων αυτών των χωρών, που δημιουργήθηκαν για την αντιμετώπιση των κινδύνων. Τευτονική X. Ένωση πόλεων της βόρειας… …   Dictionary of Greek

  • Βάρμπουργκ, Άμπι — (Aby Warburg, Αμβούργο 1866 – 1929). Γερμανός ιστορικός της τέχνης και του πολιτισμού. Επηρεάστηκε πολύ από τις επιδράσεις της κλασικής παράδοσης της Δύσης. Οι απόψεις του έχουν εκτεθεί στο έργο Die Ernenerung der heind (2 τόμοι, 1932). Το 1902… …   Dictionary of Greek

  • Έκχοφ, Χανς Κόνραντ Ντίτριχ — (Hans Konrad Dietrich Ekhof, Αμβούργο 1720 – Γκότα 1777). Γερμανός ηθοποιός. Ονομάστηκε πατέρας του γερμανικού θεάτρου για τις καινοτομίες που επέφερε στη θεατρική οργάνωση. Ο Έ. έλαβε μέρος στους μεγαλύτερους θιάσους της εποχής του και… …   Dictionary of Greek

  • Κλόπστοκ, Φρίντριχ Γκότλιμπ — (Friedrich Gottlieb Klopstock, Κβέντλινμπουργκ 1724 – Αμβούργο 1803). Γερμανός ποιητής και δραματουργός. Από τα φοιτητικά του ήδη χρόνια, στη Λειψία, ξεκίνησε τη συγγραφή του ποιήματος Μεσσίας (1748 73). Μετά τη δημοσίευση των πρώτων ασμάτων που… …   Dictionary of Greek

  • Τέλεμαν, Γκέοργκ Φίλιπ — (Telemann, Μαγδεμβούργο 1681 – Αμβούργο 1767). Γερμανός συνθέτης. Το πρώιμο μουσικό ταλέντο του έκανε τον T., σε ηλικία 14 ετών, να διευθύνει τη χορωδία της καθολικής εκκλησίας του Χίλντεσχαϊμ. Το 1704, οργανοπαίκτης και διευθυντής της χορωδίας… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»